- ἐπετησίῳ
- ἐπετήσιοςfrom year to yearmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστατεία — ἡ, Α [προστατεύω] αρχηγία, εξουσία («ὧν ἡγοῡντο ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῡ ἀρχικοῡ γένους Φώτιος καὶ Νικάνωρ», Θουκ.) … Dictionary of Greek